Ο Βοριάς και ο ήλιος
Πριν πολλά πολλά χρόνια ο Βοριάς
και ο Ήλιος είχαν μια διαφωνία. Ο καθένας θεωρούσε ότι ήταν δυνατότερος από τον
άλλο. «Εγώ είμαι πιο δυνατός» έλεγε ο Ήλιος και έλαμπε καμαρωτός. «Όχι, εγώ
είμαι ο δυνατότερος» φώναζε ο Βοριάς και φυσούσε δυνατά για να το αποδείξει. Η
διαφωνία αυτή κρατούσε μέρες αφού και οι δύο ήταν τόσο πεισματάρηδες που δεν
άλλαζαν γνώμη. Μια μέρα, και ενώ φαινόταν ότι η διαφωνία αυτή δεν θα τελειώσει
ποτέ, είπε ο Βοριάς: «Σκέφτηκα κάτι! Υπάρχει τρόπος να δούμε ποιος είναι ο
δυνατότερος. Θα βρούμε ένα άνθρωπο, στην τύχη, και όποιος καταφέρει να τον
αναγκάσει να βγάλει τα ρούχα του θα είναι ο δυνατότερος». Ο Ήλιος βρήκε πολύ
καλή την ιδέα του Βοριά και αμέσως ξεκίνησαν με σκοπό να βρουν ένα άνθρωπο. Δεν
πέρασε πολύ ώρα και να! Κάποιος οδοιπόρος, ερχόταν προς το μέρος τους. Πριν
τους πλησιάσει αρκετά, συμφώνησαν να ξεκινήσει πρώτος ο Βοριάς την προσπάθεια
να τον γδύσει. Άρχισε τότε να φυσάει προς την κατεύθυνση του ανθρώπου. Όμως,
μόλις οι πρώτες ριπές του έφτασαν τον οδοιπόρο, εκείνος σταύρωσε τα χέρια του
και χαμήλωσε το κεφάλι, για να προφυλακτεί από τον άνεμο. Ο Βοριάς συνέχισε να
φυσάει αλλά ο άνθρωπος αντί να γδυθεί κούμπωσε επιμελώς το πανωφόρι του.
Θυμωμένος ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά, αλλά το ποθητό γι’ αυτόν αποτέλεσμα δεν
ερχόταν. Αντίθετα ο άνθρωπος έβγαλε από τις αποσκευές του μια κουβέρτα και
τυλίχθηκε με αυτή. Απογοητευμένος τότε ο Βοριάς, έδωσε την θέση του στον Ήλιο,
για να προσπαθήσει κι εκείνος. Ο Ήλιος υψώθηκε στον ουρανό και άρχισε να
λάμπει, σκορπώντας μια ευχάριστη ζεστασιά στο μέρος που προηγουμένως είχε παγώσει
από το φύσημα του Βοριά. Αμέσως ο άνθρωπος έβγαλε την κουβέρτα από πάνω του και
την ξαναέβαλε στις αποσκευές του. Ο Ήλιος συνέχισε τότε να λάμπει και μάλιστα
δυνάμωνε σιγά σιγά την ένταση του. Αρχίζοντας να ιδρώνει τότε ο οδοιπόρος,
έβγαζε σιγά σιγά τα ρούχα του, ώσπου στο τέλος ολόγυμνος και τρέχοντας, έψαχνε
να βρει κάποιο δέντρο για να προφυλακτεί, από την λάμψη του Ηλίου, στον ίσκιο
του. Δέντρο δεν βρήκε, αλλά για καλή του τύχη εκεί κοντά κυλούσε ένα ποτάμι. Σε
αυτό βούτηξε ο οδοιπόρος μας και κάθισε έως ότου ο Ήλιος επανήλθε στην
φυσιολογική του λάμψη. Ο Βοριάς ηττημένος, γύρισε προς τον Ήλιο και του είπε:
«Είσαι όντως ο δυνατότερος».
Ο Γάτος και τα Ποντίκια
Κάποτε, σ' ένα μεγάλο αρχοντικό
σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο. Κανείς δεν το
περιποιότανε πια κι οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραϊζουν, οι σοβάδες να πέφτουν,
τα πατώματα να σαπίζουν. Η γρια, που έμενε σ' αυτό το παλιό αρχοντικό σπίτι,
κρατούσε μόνο δυο δωμάτια ανοιχτά, όπου έμενε αυτή στο ένα και στο άλλο η
υπηρέτριά της. Όλα τα άλλα δωμάτια τα είχανε κλειστά και δεν άνοιγαν ποτέ τις
πόρτες και τα παράθυρά τους ούτε έμπαιναν ποτέ εκεί μέσα. Όπου στα κλεισμένα
δωμάτια, έστησαν φωλιά δυο ποντίκια που, σιγά σιγά, έγιναν μια πολυάριθμη
οικογένεια, στρατός ολόκληρος από ποντίκια, που αλώνιζαν εκεί μέσα. Κανείς δεν
τα πείραζε και εκείνα νύχτα μέρα ροκάνιζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους κι έγιναν
όλα τετράπαχα. Μια μέρα, ένας γάτος του δρόμου, βρίσκοντας ανοιχτή την εξώπορτα
του σπιτιού, μπήκε μέσα για να προφυλαχτεί από το κρύο και χώθηκε κάτω από το
κρεβάτι της γριάς. Όταν τον είδε, την άλλη μέρα, η γριά χάρηκε που θα τον είχε
και τον κράτησε. Ο γάτος καθώς περπατούσε αμέριμνος στο σπίτι, μια μέρα
ανακάλυψε μια τρύπα η οποία οδηγούσε σε κάποιο άλλο δωμάτιο όπου ζούσαν τα
ποντίκια. Καθώς τα ποντίκια έβγαιναν ανυποψίαστα από τη φωλιά τους αυτός τα
καταβρόχθιζε. Κι επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, ο γάτος βγήκε, ένα άλλο
βράδυ από το δωμάτιο της γριάς και άρχισε να τριγυρνάει στο απέραντο παμπάλαιο
σπίτι. Στον πρώτο διάδρομο που μπήκε, αντίκρυσε κοπάδι ολόκληρο από ποντίκια
και έπεσε απάνω τους με μανία. Εκείνα, συνηθισμένα όπως ήταν να μην τα πειράζει
κανένας, άργησαν να καταλάβουν τον κίνδυνο που τα απειλούσε και ώσπου να
κρυφτούνε στις τρύπες τους ο γάτος έφαγε αρκετά. Πού να ξεκολλήσει τώρα ο γάτος
από το διάδρομο. Η γρια τον έχανε, γιατί εκείνος μέρα-νύχτα παραφύλαγε στο
διάδρομο για ποντίκια. Έπειτα, βρίσκοντας καμιά τρύπα σε κάποια πόρτα, μπήκε
και σ' ένα δωμάτιο, κι από κει σε άλλο κι έτρωγε τόσα ποντίκια, όσα δεν είχε
φάει σε όλη του τη ζωή κανένας γάτος, σ΄ όλο τον κόσμο! Σιγά-σιγά όμως ξύπνησαν
και τα ποντίκια και κατάλαβαν πόσο επικίνδυνος είναι ο γάτος. Κρύφτηκαν λοιπόν
μέσα στις τρύπες τους και δεν ξαναβγήκαν. Ο γάτος περίμενε μια, περίμενε δυο
μέρες, περίμενε τρείς, αλλά κανένα ποντίκι δεν φαινότανε και αυτός άρχισε να
πεινάει. Σκέφτηκε λοιπόν να τα ξεγελάσει και πηδώντας πάνω σ' ένα ξύλινο χοντρό
καρφί, στον τοίχο, κρεμμάστηκε από αυτό και παρίστανε τον ψόφιο. Ύστερα από
δυο-τρεις ώρες ένα ποντίκι, καθώς δεν άκουγε τις πατημασιές του γάτου, τόλμησε
να μισοβγεί από την τρύπα του. Κοίταξε γύρω, είδε το γάτο που έκανε τον ψόφιο,
και κατάλαβε τι είχε γίνει. « Άκουσε κυρ-γάτο,του φώναξε. Και σακί να σε δω να
γίνεις και να σε κρεμάσουν σε καρφί, εγώ δεν έρχομαι κοντά σου». Και κρύφτηκε
πάλι, όσο το δυνατόν πιο βαθιά μπορούσε, μέσα στην τρύπα του.
Οι οδοιπόροι και το τσεκούρι
Μια μέρα ξεκίνησαν δύο φίλοι για
να πάνε σε μία δουλειά. Περπατούσαν συζητώντας, ώσπου ο ένας από τους δυο είδε
κάτι να γυαλίζει κάτω από τα δέντρα, δίπλα στον δρόμο. Πλησίασε να δει τι ήταν
αυτό που του τράβηξε την προσοχή και ανακάλυψε ότι ανάμεσα στα χόρτα υπήρχε ένα
ολοκαίνουριο, γυαλιστερό τσεκούρι. Με χαρά, το πήρε στα χέρια του και το έδειξε
στον συνοδοιπόρο του. Ο άλλος βλέποντας τι είχε ανακαλύψει ο φίλος του είπε:
«Ωραία! Βρήκαμε ένα τσεκούρι!», «Δεν το βρήκαμε! Εγώ, το βρήκα» απάντησε αυτός
που είχε ανακαλύψει το ολοκαίνουριο εργαλείο, θέλοντας να τονίσει ότι ήταν δικό
του απόκτημα και δεν είχε σκοπό να το μοιραστεί με τον φίλο του. Μετά το
λεκτικό αυτό επεισόδιο, συνέχισαν τον δρόμο τους που τους οδηγούσε όλο και πιο
βαθειά μέσα στο δάσος. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα, και μπροστά τους είδαν
τέσσερις ξυλοκόπους, να πλησιάζουν από την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Οι
ξυλοκόποι είχαν χάσει το καινούριο τους τσεκούρι και έψαχναν να το βρουν.
Φαίνεται, όταν αντίκρισαν τον ένα από τους οδοιπόρους που κρατούσε το τσεκούρι,
πήραν τόσο άγρια έκφραση που εκείνος τρόμαξε και είπε στον φίλο του:
«Χαθήκαμε!». Τότε ο άλλος, πληρώνοντας τον με το ίδιο νόμισμα του απάντησε:
«Δεν χαθήκαμε! Χάθηκες! Όταν το βρήκες δεν ήθελες να το μοιραστείς μαζί μου.
Τώρα δεν θέλω εγώ να μοιραστώ μαζί σου το ξύλο που θα φας!».
Οι δύο φίλοι και η αρκούδα
Κάποτε ένας άντρας ταξίδευε μαζί
με ένα φίλο του. Περπατούσαν σε ένα στενό δρόμο που περνούσε μέσα από, άγνωστα
σε αυτούς, βουνά και κοιλάδες. Παρόλο που βρισκόταν σε άγνωστο μέρος, ο άντρας
ένοιωθε ασφαλής γιατί, ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα τον βοηθούσε να
αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν μπροστά τους. Εκεί που
περπατούσαν, συζητώντας διάφορα θέματα, ξαφνικά μια αρκούδα παρουσιάστηκε μπροστά
τους, στην μέση του δρόμου.
Ο ένας άντρας, έτρεξε γρήγορα σε ένα κοντινό
δέντρο, άρπαξε ένα κλαδί και σκαρφάλωσε. Έτσι κατάφερε να κρύψει το σώμα του,
που έτρεμε απ’ τον φόβο, στο φύλλωμα του δέντρου αυτού. Ο άλλος άντρας, έμεινε
για μια στιγμή ακίνητος και μετά έπεσε στο έδαφος με σκοπό να υποκριθεί ότι
είναι νεκρός. Το άγριο θηρίο, έτρεξε αμέσως πάνω από τον άντρα που ήταν στο
έδαφος, με σκοπό να αρπάξει το θύμα του. Με τα γαμψά αρκουδίσια νύχια της,
σήκωσε τον κακόμοιρο άντρα από το έδαφος. Τα πόδια και τα χέρια του άντρα είχαν
γίνει, από τον φόβο του, τόσο άκαμπτα και παγωμένα ώστε η αρκούδα
νόμισε ότι πραγματικά είχε βρει
ένα πτώμα. Έτσι, παρά τον θυμό της,
εγκατέλειψε τον άντρα και έφυγε μακριά, για να πάει στην φωλιά της. Οι άντρες
ηρέμησαν σιγά σιγά μετά την αποχώρηση της αρκούδας και συνέχισαν τον δρόμο τους
συζητώντας. Ο άντρας που σκαρφάλωσε στο δέντρο, θέλοντας να κάνει τον γενναίο
είπε στον σύντροφο του: «Πες μου φίλε μου. Τι σου είπε η αρκούδα ενόσω ήσουν
ξαπλωμένος, τρέμοντας από τον φόβο; Πρέπει να σου είπε πολλά πράγματα σε αυτήν την
μακριά συζήτηση σας». Ο άλλος άντρας, τότε απάντησε: «Πράγματι, μου έδωσε μερικές
σημαντικές συμβουλές. Μια από αυτές μάλιστα, δεν έχω την δυνατότητα να την
ξεχάσω. Μου είπε, να μην βιαστώ να συνεχίσω την φιλία μου μαζί σου, αφού
υπάρχει η πιθανότητα να ξανασυναντήσω στον δρόμο μου κάποιο άγριο θηρίο».
Η αλεπού και ο τράγος
Κάποτε μια αλεπού, για κακή της
τύχη, έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι. Όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε να βγει έξω και
έτσι καθόταν στενοχωρημένη προσπαθώντας να σκεφτεί με ποιό τρόπο θα γλύτωνε από
την δύσκολη θέση που είχε βρεθεί. Ώρα πολλή είχε περάσει, όταν στο πηγάδι
πλησίασε ένας διψασμένος τράγος. Βλέποντας την αλεπού μέσα στο πηγάδι την
ρώτησε: « είναι το νερό καλό κυρ-αλεπού; Να κατέβω κι εγώ να πιώ που διψάω
πολύ;» Η πονηρή αλεπού τότε του
απάντησε: «Το νερό είναι πεντακάθαρο και δροσερό. Μην το σκέφτεσαι καθόλου.
Κατέβα να πιείς να ξεδιψάσεις. Εγώ πίνω συνέχεια και δεν το χορταίνω». Ο αφελής τράγος, χωρίς να το σκεφτεί καθόλου,
πήδηξε μέσα στο πηγάδι και άρχισε να πίνει νερό που όντως ήταν δροσερό και
πεντακάθαρο. Ήπιε μπόλικο, με την ψυχή του, μέχρι που ξεδίψασε. Τότε ανακάλυψε
ότι αν και μπήκε στο πηγάδι πολύ εύκολα, δεν μπορούσε να βγει από αυτό.
Στράφηκε προς την αλεπού και τη ρώτησε αν ήξερε κάποιον τρόπο για να βγουν από
το πηγάδι. Η αλεπού, παίρνοντας το πιο αθώο ύφος της, του απάντησε: «Αυτό είναι
πολύ εύκολο. Θα σταθείς όρθιος στα πισινά σου πόδια, ενώ τα μπροστινά θα τα
ακουμπήσεις στα τοιχώματα του πηγαδιού. Θα τεντώσεις προς τα πάνω το λαιμό σου
κι εγώ θα σκαρφαλώσω πάνω σου. Όταν βγω έξω από το πηγάδι θα τραβήξω έξω κι
εσένα και ο καθένας θα πάρει το δρόμο του». Ο τράγος βρίσκοντας σωστά αυτά που
του είπε η αλεπού δεν έχασε καιρό και έκανε όπως του είχε πει. Η αλεπού, εύκολα
πλέον σκαρφάλωσε πάνω στον τράγο και πήδηξε έξω από το πηγάδι. Μην τηρώντας
όμως την υπόσχεσή της άρχισε να απομακρύνεται από το πηγάδι χωρίς να βοηθήσει
τον τράγο. Καθώς απομακρυνόταν τον άκουσε πως την κατηγορούσε ότι αθέτησε την
υπόσχεσή της και ότι τον εγκατέλειψε μέσα στο πηγάδι. Τότε η πονηρή αλεπού του
απάντησε: «Κυρ’ τράγε μου, αν είχες γνώση όσες τρίχες έχεις στο γένι σου, δεν
θα έμπαινες μέσα στο πηγάδι πριν σκεφτείς με ποιον τρόπο θα έβγαινες από εκεί».
Η κολοβωμένη αλεπού
Μια αλεπού πιάστηκε κάποτε σε ένα
δόκανο που είχε στήσει ένας κυνηγός στο δάσος. Προσπαθώντας να ξεκολλήσει από
το δόκανο, γύρναγε πότε από την μια και πότε από την άλλη πλευρά. Μετά από
πολλές προσπάθειες, κατάφερε να ελευθερωθεί, αλλά τα δόντια της παγίδας της
είχαν κόψει την ουρά. Η κολοβωμένη πλέον αλεπού, στενοχωρήθηκε πολύ βλέποντας
την όμορφη ουρά της κρεμασμένη στο δόκανο. Η στενοχώρια της όλο και μεγάλωνε
καθώς σκεφτόταν ότι θα τριγυρνούσε έτσι, ενώ όλες οι άλλες αλεπούδες θα είχαν
τις ουρές τους. Πονηρή όμως καθώς ήταν, δεν άργησε να βρει λύση στο πρόβλημα
της. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να πείσει όλες τις αλεπούδες να κόψουν τις
ουρές τους. Έτσι θα ήταν όλες ίδιες και δεν θα ντρεπόταν για την εμφάνιση της.
Χωρίς καθυστέρηση, έβαλε το σχέδιο της σε εφαρμογή και άρχισε να ειδοποιεί τις
αλεπούδες να κάνουν ένα συμβούλιο γιατί ήθελε να τους μιλήσει. Πράγματι, λίγες
μέρες μετά, μαζεύτηκαν όλες σε ένα ξέφωτο του δάσους και η κολοβωμένη αλεπού
άρχισε να τους μιλάει για το φλέγον θέμα της ουράς. Τους είπε πολλά πράγματα
για να τις πείσει να κόψουν τις ουρές τους. Τα πιο δυνατά επιχειρήματα της ήταν
ότι η ουρά τους πρώτον είναι άπρεπη και δεύτερον ότι ήταν ένα περιττό βάρος,
από το οποίο έπρεπε να απαλλαγούν άμεσα. Καθώς, όμως, δεν ήταν η μοναδική αλεπού
με πονηριά, μόλις σταμάτησε να μιλάει, πήρε τον λόγο μια άλλη αλεπού και της
είπε: -Άκουσα με προσοχή όσα μας είπες αλλά αναρωτιέμαι. Αν δεν σε συνέφερε να
κόψουμε τις όμορφες ουρές μας, θα μας τα έλεγες όλα αυτά;
Η κατσίκα και ο γάιδαρος
Πριν από αρκετό καιρό, ένας
χωρικός είχε μια κατσίκα και ένα γάιδαρο. Επειδή ο χωρικός έδινε περισσότερη
τροφή στο γάιδαρο, η κατσίκα ζήλεψε. Σκέφτηκε τότε ένα κόλπο, για να τον βγάλει
από την μέση και να τρώει αυτή όλο το φαγητό. Βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιο
της, πήγε μια μέρα κοντά στον γάιδαρο και του είπε: «Αχ, καημένε κυρ Γάιδαρε,
σε λυπάμαι. Όλη μέρα εργάζεσαι και δεν στέκεσαι ούτε στιγμή. Την μια σε βλέπω
να αλέθεις στον μύλο, την άλλη να κουβαλάς ξύλα, βάσανο είναι η ζωή σου. Δεν
θέλεις κι εσύ να ξεκουραστείς λιγάκι;» Ο
γάιδαρος σκέφτηκε για λίγο αυτά που του είπε η κατσίκα και ύστερα την ρώτησε με
φωνή γεμάτη παράπονο: « Δίκιο έχεις κυρά κατσίκα μου, αλλά τι να κάνω;» Το
σχέδιο της κατσίκας προχωρούσε όπως το είχε φανταστεί. Με φωνή γεμάτη συμπάθεια
αποκρίθηκε στο γάιδαρο: « Άκου τι θα κάνεις. Θα καμωθείς πως σεληνιάστηκες. Θα
βγάζεις αφρούς από το στόμα και θα πέσεις σε ένα βαθύ λάκκο. Εκεί θα μπορέσεις
να ξεκουραστείς αρκετά». Ο γαϊδαράκος όμως, δεν φημιζόταν ιδιαίτερα για την
εξυπνάδα του και έτσι μόλις άκουσε την κατσίκα αποφάσισε να κάνει πράξη αυτά
που του πρότεινε. Την επόμενη ημέρα, καθώς περπατούσε φορτωμένος, είδε στην
άκρη του δρόμου ένα πολύ βαθύ λάκκο. Αρπάζοντας την ευκαιρία, δίνει ένα σάλτο
και πηδάει μέσα στον λάκκο, που για κακή του τύχη στον πάτο ήταν γεμάτος
πέτρες. Όπως ήταν φυσικό, ο συμπαθής γάιδαρος χτύπησε άσχημα. Ο χωρικός
βλέποντας το ζώο του χτυπημένο, φώναξε αμέσως τον κτηνίατρο, ο οποίος του είπε:
« Για να γίνει ο γαϊδαράκος σου καλά, θα σφάξεις την κατσίκα και από το
πνευμόνι της θα κάνεις μια αλοιφή με την οποία θα αλείψεις τις πληγές του
γάιδαρου».
Το λιοντάρι, η αλεπού και η
ελαφίνα
Ο βασιλιάς των ζώων, το λιοντάρι,
κάποτε αρρώστησε και καθόταν μέσα στην σπηλιά του μέχρι να γίνει καλά. Παρέα
αυτές τις δύσκολες ώρες του κρατούσε η αλεπού. Κάποια στιγμή το λιοντάρι
πείνασε και είπε στην αλεπού: «Κυρά αλεπού, αν με αγαπάς όπως λες και θέλεις να
γίνω γρήγορα καλά, πήγαινε να μου φέρεις την μεγάλη ελαφίνα που τριγυρνάει στο
δάσος. Αυτή θα είναι το γιατρικό μου. Μόνο εσύ μπορείς να τα καταφέρεις, αφού η
πονηριά σου είναι ξακουστή σε όλο τον κόσμο». Η αλεπού, υπακούοντας στην θέληση
του βασιλιά της, άφησε την φωλιά του και άρχισε να τριγυρνάει στο δάσος με
σκοπό να συναντήσει την μεγάλη ελαφίνα. «Χτένισε» σχεδόν όλο το δάσος και τελικά
την ανακάλυψε δίπλα σε ένα ρυάκι να τρώει φρέσκο χορτάρι. «Γεια σου κυρά
ελαφίνα, της είπε με αθώο ύφος. Σου φέρνω ευχάριστα νέα. Όπως, ίσως, θα ξέρεις ο βασιλιάς μας, το
λιοντάρι, είναι άρρωστος και η ώρα που θα πεθάνει δεν είναι μακριά. Σκέφτηκε λοιπόν
ότι το καταλληλότερο ζώο για να τον διαδεχθεί στον θρόνο, είσαι εσύ. Εγώ,
πρέπει να σε αφήσω τώρα για να γυρίσω στον άρρωστο. Καλά θα κάνεις να έρθεις κι
εσύ μαζί μου, να τον παρηγορήσεις αυτές τις δύσκολες ώρες. Εξάλλου ολόκληρο
βασίλειο σου αφήνει. Α! Όταν γίνεις βασίλισσα των ζώων μην ξεχάσεις κι εμένα
που σου έφερα την χαρμόσυνη είδηση». Η αλεπού, μαστόρισσα καθώς είναι στα
όμορφα λόγια και στις κολακείες, έπεισε την ελαφίνα ότι έτσι έχουν τα πράγματα
και χωρίς δεύτερη σκέψη το ανυποψίαστο ζώο πήρε τον δρόμο για την φωλιά του
λιονταριού.
Το λιοντάρι, που η πείνα του είχε
θεριέψει για τα καλά, μόλις είδε την ελαφίνα να προβάλει στην είσοδο της
σπηλιάς του, όρμισε πάνω της χωρίς όμως να καταφέρει να την πιάσει. Η ελαφίνα
γλύτωσε από τα νύχια του λιονταριού, τα οποία όμως πρόλαβαν να την
γρατζουνίσουν στο αυτί. Η αλεπού βλέποντας τι είχε συμβεί, άρχισε να λέει στο
λιοντάρι:
« Αχ, βασιλιά μου. Θάλασσα τα
έκανες. Δεν έπρεπε να της ορμίσεις αμέσως. Τόσους κόπους έκανα και πήγαν όλοι
χαμένοι». Το λιοντάρι στενοχωρήθηκε πολύ που έχασε τέτοιο γεύμα. Είχε κι αυτήν
την πείνα που όλο και μεγάλωνε. Με γαλίφικο ύφος, τότε, κοίταξε την αλεπού και
της είπε: « Κυρά αλεπού μου, ξέρω πόσο άξια είσαι. Πήγαινε να βρεις ξανά την
ελαφίνα και είμαι σίγουρος ότι θα την καταφέρεις να ξαναέρθει». Η αλεπού, μην
θέλοντας να κακοκαρδίσει τον βασιλιά της, ξαναπήρε τους δρόμους και άρχιζε να
αναζητά ξανά την ελαφίνα, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν τι θα της πει για να την
ξαναοδηγήσει στα νύχια του λιονταριού. Κάποια την βρήκε και «φορώντας» ένα
παρεξηγημένο ύφος της είπε: «Τι έπαθες εσύ και έφυγες τρέχοντας»; Η ελαφίνα μην
πιστεύοντας στα αυτιά της, είπε με θυμό στην αλεπού: «Δεν ντρέπεσαι να με
αντικρίζεις; Με ξεγέλασες για να με φάει το λιοντάρι. Έννοια σου και το πήρα το
μάθημα μου. Να πας αλλού να τάξεις βασίλεια και θρόνους». Η πονηρή αλεπού τότε,
δείχνοντας έκπληξη, απάντησε: «Μα τι
φοβητσιάρα που είσαι; Δεν ντρέπεσαι να με κατηγορείς άδικα; Ο μεγαλειότατος
θέλησε να σε πιάσει από το αυτί για να σου φανερώσει κρατικά μυστικά και να σου
δώσει συμβουλές για την βασιλεία σου. Αλλά τι στα λέω; Κατά πάσα πιθανότητα θα
γίνει ο λύκος πια βασιλιάς, αφού το λιοντάρι θύμωσε πολύ μαζί σου. Απλά
σκέφτομαι ότι ο λύκος θα γίνει τύρρανος. Γι’ αυτό αν αγαπάς τα ζώα του δάσους,
έλα να πάμε στο λιοντάρι για να γίνεις εσύ βασίλισσα». Η ελαφίνα κρατώντας
κάποιες επιφυλάξεις, ζήτησε από την αλεπού να της ορκιστεί ότι όλα όσα της είπε
είναι αλήθεια. Η αλεπού τότε, δίχως κανένα δισταγμό της ορκίστηκε ως εξής: «
Ορκίζομαι στο χορτάρι που τρως και στο νερό που πίνεις ότι το λιοντάρι δεν θα
σε πειράξει. Μόνο βιάσου μην προλάβει ο λύκος και πάρει τον θρόνο». Για δεύτερη
φορά η ελαφίνα, πίστεψε τις ψευτιές της αλεπούς και με βήμα ταχύ ξεκίνησαν και
οι δυο τους για την φωλιά του λιονταριού. Όταν έφτασαν εκεί, το λιοντάρι
έχοντας πάρει το μάθημα του, άφησε την ελαφίνα να μπει για να καλά στην σπηλιά
του και μόνο τότε της όρμισε και ξεκίνησε το γεύμα του. Πάνω στο τσιμπούσι του
λιονταριού, το μυαλό της ελαφίνας γλίστρησε λιγάκι παραπέρα. Βλέποντας το η
αλεπού το άρπαξε κρυφά και το καταβρόχθισε στην στιγμή. Όταν το λιοντάρι
αναζήτησε το μυαλό του θηράματος του, η αλεπού με αθώο ύφος του είπε: « Βασιλιά
μου, περιμένεις να έχει μυαλό ένα ζώο που ήρθε στην φωλιά σου να το φας και
μάλιστα δύο φορές»;
Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός
του σπιτιού
Πριν από πολλά πολλά χρόνια ήταν
δύο ποντικοί. Ο ένας είχε φτιάξει την φωλιά του στον αγρό, ενώ ο άλλος την είχε
φτιάξει σε ένα πλούσιο σπίτι. η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα, που οι δύο
ποντικοί γνωριστήκαν και έγιναν καλοί φίλοι. όπως κάνουν συνήθως οι καλοί
φίλοι, έτσι και οι ποντικοί της ιστορίας μας θέλησαν να ανταλλάξουν επισκέψεις
στις φωλιές τους.
Την αρχή έκανε ο ποντικός του
σπιτιού, όταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, ξεκίνησε για να επισκεφθεί τον
φίλο του στον αγρό. ο ποντικός του αγρού, θέλοντας να ευχαριστήσει τον φίλο
του, έβγαλε να τον κεράσει ότι πιο εκλεκτό είχε, όπως φρέσκιες ρίζες, χορταράκια
και σιτάρι. ο καλομαθημένος ποντικός του σπιτιού, βλέποντας αυτά που του πρόσφερε
ο φίλος του, του είπε: « καλέ μου φίλε, ωραία είσαι εδώ στην εξοχή, αλλά το
φαγητό σου ταιριάξει περισσότερο σε μυρμήγκια παρά σε ποντικούς. πάμε στο δικό
μου σπίτι να σου κάνω το τραπέζι με φαγητά που τρώνε μόνο βασιλιάδες». Έτσι τα δύο ποντίκια ξεκίνησαν να πάνε στο
σπίτι που είχε την φωλιά του ο ένας από τους δυο. σε λίγη ώρα έφτασαν στο
κελάρι του σπιτιού, μιας και εκεί είχε στήσει το τσαρδί του ο καλοταϊσμένος
ποντικός. Πριν κάτσουν να φάνε, ο ποντικός του σπιτιού έκανε μια ξενάγηση στον
φίλο του. του έδειξε τις στάμνες με το λάδι και το κρασί, τα τσουβάλια με το
αλεύρι και τα όσπρια, τα πανέρια με τα ξερά σύκα και άλλα πολλά καλούδια, αφού
όπως είπαμε το σπίτι ήταν ενός πλούσιου ανθρώπου. Όταν τελείωσε η ξενάγηση, πήρε ο καθένας τους
από ένα κομμάτι τυρί και στρώθηκαν στο φαγητό. έτυχε, όμως, εκείνη την ώρα,
κάποιος υπηρέτης του σπιτιού να χρειαστεί κάτι από το κελάρι. Έτσι άνοιξε η
πόρτα ξαφνικά με θόρυβο και ο υπηρέτης μπήκε μέσα στο κελάρι με γρήγορα βήματα.
το ποντίκι του σπιτιού, τρομαγμένο, άφησε το φαγητό και έτρεξε να κρυφτεί στην
φωλιά που είχε σκάψει σε έναν τοίχο. Το ποντίκι όμως του αγρού, μαθημένο στην
ηρεμία της φύσης, τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει και πάγωσε από τον φόβο του
εκεί που καθόταν. όταν ο υπηρέτης έφυγε και έκλεισε πίσω του την πόρτα, ο
ποντικός του σπιτιού βγήκε από την φωλιά του και πήγε κοντά στον φίλο του
λέγοντας: «έλα να συνεχίσουμε το φαγητό μας, πέρασε ο κίνδυνος». Τότε ο
ποντικός του αγρού, με σοφία, απάντησε: « φίλε μου χάρισμα σου τα πλούσια
φαγητά. εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου! Προτιμώ να τρώω φτωχικά και να είμαι
ήσυχος, παρά να τρώω πλουσιοπάροχα και να μην μπορώ να ησυχάσω ούτε στιγμή!».
Ο τζίτζικας και ο Μέρμυγκας
Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα
μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει την φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το
μυρμήγκι στις ρίζες του. Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι
ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από την φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους
σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην
φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που
έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο
για το μυρμήγκι. Ο εργατικός φίλος μας εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση
του ηλίου. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι, ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν
μεσημεριάσει. Έβγαινε από την φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε
το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυκτα. Εκτός
από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα
δηλαδή, την μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι. Έτσι περνούσαν
οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε
την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει
και τα φύλλα τον δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη. Το μυρμήγκι
έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και
απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα
ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να
φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην
αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, το μυρμήγκι, και του είπε: «
Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν
ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά».
«Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες»;
Ρώτησε το μυρμήγκι. «Α! Το καλοκαίρι δεν
πρόλαβα να μαζέψω τροφές γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα». «Ε!
Αφού τραγούδαγες το καλοκαίρι, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις». Είπε το
μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο.
Ο βοσκός που έκανε αστεία
Ήταν κάποτε ένας βοσκός που είχε
ένα κοπάδι με αρκετά πρόβατα και ένα μαντρί έξω από το χωριό του. κάθε πρωί,
οδηγούσε τα πρόβατα σε ένα καταπράσινο λόφο κοντά στο μαντρί και τα άφηνε να
βοσκήσουν με την ησυχία τους. Συνήθως
περνούσε την ώρα του παίζοντας την φλογέρα του, αλλά να που μία μέρα την ξέχασε
στο μαντρί. μην έχοντας τι να κάνει, σκέφτηκε να σκαρώσει μία φάρσα στους
συγχωριανούς του. ανέβηκε λοιπόν σε ένα βράχο και άρχισε να φωνάζει προς την
κατεύθυνση του χωριού: «βοήθεια συγχωριανοί. λύκοι τρων τα πρόβατα μου! Τρέξτε!
Βοήθεια!». Οι άντρες του χωριού άρπαξαν ότι βρήκαν μπροστά τους και έτρεξαν να
βοηθήσουν τον βοσκό, που μόλις τους είδε άρχισε να γελάει με το πάθημα τους. Ο
βοσκός, όπως φαίνεται, βρήκε πολύ αστείο αυτό που έκανε, αφού το επανέλαβε κάνα
δυο φορές ακόμα και κάθε φορά οι συγχωριανοί του έτρεχαν να τον βοηθήσουν. Να
όμως που μια μέρα, μια αγέλη πεινασμένων λύκων όρμισαν στο κοπάδι του βοσκού
και άρχισαν να το ξεκληρίζουν. τρομαγμένος ο βοσκός έβαλε τις φωνές και καλούσε
σε βοήθεια: «βοήθεια συγχωριανοί. λύκοι τρων τα πρόβατα μου! Τρέξτε! Βοήθεια.»
Κανείς όμως δεν πήγε να τον βοηθήσει αφού όλοι νόμιζαν ότι για άλλη μια φορά
ήθελε να γελάσει μαζί τους. Εκείνη την φορά οι μόνοι που γέλασαν ήταν οι λύκοι.
Βρήκαν πρώτης τάξεως φαγητό και το έφαγαν με την ησυχία τους. Μόνο ένας
άνθρωπος εκεί κοντά κάτι φώναζε αλλά όπως είναι γνωστό οι λύκοι δεν γνωρίζουν
την ανθρώπινη γλώσσα για να καταλάβουν τι έλεγε και έτσι συνέχισαν ανενόχλητοι
το φαγητό τους.
Ο λαγός και η χελώνα
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ένας λαγός
είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι. Καθώς έτρωγε, είδε
μια χελώνα να περνάει λίγο πιο μακριά και του φάνηκε τόσο αστείο το περπάτημα
της, που άρχισε να την κοροϊδεύει ότι ήταν πιο αργή και από τα σαλιγκάρια. Η
χελώνα σταμάτησε, γύρισε προς τον λαγό και του είπε: « Τι θα έλεγες να τρέξουμε
σε ένα αγώνα δρόμου για να δούμε ποιος είναι πιο γρήγορος από τους δυο»; Αυτό
ήταν! Ο λαγός έπεσε κάτω και άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια. Βλέποντας όμως
ότι η χελώνα παρέμενε σοβαρή, κατάλαβε ότι δεν του το είπε για αστείο και έτσι
δέχτηκε την πρόκληση. Η αλεπού ως καταλληλότερη, όρισε το σημείο που θα
ξεκινούσαν, την διαδρομή και το σημείο τερματισμού. Ο αγώνας ορίστηκε για το
επόμενο πρωινό και πράγματι, οι δύο διαγωνιζόμενοι καθώς και πολλά ζώα του
δάσους βρίσκονταν πρωί πρωί στην αφετηρία. Η αλεπού έδωσε το σύνθημα και ο
αγώνας ξεκίνησε. Η χελώνα χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να περπατάει, αργά
βέβαια, και ήδη είχε καλύψει τα πρώτα εκατοστά της διαδρομής. Ο λαγός βλέποντας
τον ρυθμό της αντιπάλου του, και νυστάζοντας μιας και ήταν πολύ πρωί, σκέφτηκε
να κοιμηθεί λιγάκι και όταν ξυπνήσει θα έτρεχε όπως μόνο αυτός μπορεί και θα
τερμάτιζε σίγουρα πρώτος. Έτσι η χελώνα συνέχισε να περπατάει, στην ορισμένη
από την αλεπού διαδρομή, ενώ ο λαγός το έριξε στον ύπνο. Πέρασε αρκετή ώρα και
κάποια στιγμή ο λαγός ξύπνησε. Καιρός για τρέξιμο είπε και ξεκίνησε.
Παραξενεύτηκε πολύ που δεν συναντούσε την χελώνα και για μια στιγμή σκέφτηκε
ότι θα είχε εγκαταλείψει τον αγώνα αφού έτσι κι αλλιώς τον είχε χαμένο από
χέρι. Περισσότερο όμως παραξενεύτηκε όταν έφτασε στο σημείο τερματισμού και
είδε την χελώνα να τον περιμένει μασώντας ένα φυλλαράκι και έχοντας μια έκφραση
θριάμβου στο πρόσωπο της. Έτσι η χελώνα κέρδισε τον λαγό σε αγώνα δρόμου, όχι
βέβαια γιατί τρέχει πιο γρήγορα από αυτόν, αλλά γιατί παρέμεινε πιστή στον
σκοπό της και δεν έδειξε όπως ο λαγός αλαζονεία.
Πηγές¨βικιπαίδεια